-
1 καταχραομαι
(в знач. pass.: aor. κατεχρήσθην, pf. κατακέχρημαι)1) применять, употреблять, пользоваться(τινι εἴς τι Plat., Dem., Plut.; τινι ἐπί τι Plat., Arst.; τινι πρός τι Arst.; τι εἴς τι Plut. и τινι ἔν τινι NT.)
μάρτυσι κ. πρός τι Plat. — привлекать в качестве свидетелей для чего-л.(ὡς … и ὅτι … Dem.)
3) использовать по своему усмотрению, распоряжатьсяκαταχρήσασθέ μοι Aeschin. — поступайте со мной, как вам угодно
4) расходовать полностью, растрачивать(τεσσαράκοντα μνᾶς Lys.)
5) злоупотреблять(τῇ τῶν προγόνων δόξῃ Plat.; sc. τὸν κόσμον τοῦτον NT.)
6) лишать жизни, убивать(τὸν παῖδα, ἑωυτόν Her.)
7) брать взаймы, занимать(τι Dem.)
См. также в других словарях:
καταχρώμαι — (AM καταχρῶμαι, άομαι, Α και καταχρέομαι) 1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.) 2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α … Dictionary of Greek